Powered By Blogger

Τρίτη 24 Αυγούστου 2010

Νανοπεριπέτειες (ή Dwarf Tales :P ) Κεφάλαιο 14 Από το κακό στο χειρότερο

Κεφάλαιο 14
Από το κακό στο χειρότερο


Ο Μάγος είχε τελειώσει την διήγηση του και έστρεψε το βλέμμα του στον νάνο που τόσην ώρα τον άκουγε συνεπαρμένος. Το ξωτικό είχε μιλήσει με ειλικρίνεια χωρίς να παραλείπει τα σημεία που τον γέμιζαν ντροπή , κάτι που κέρδισε τον Σκόρο γιατί σκέφτηκε πως αυτός δεν ήταν σαν τα ψηλομύτικα ξαδέρφια του, ήταν ειλικρινής.
Ο Βής κοίταξε τον νάνο που τα μάτια του ήταν ολοστρόγγυλα από θαυμασμό και απορία.
«Θες να πεις κάτι ?» ρώτησε νιώθοντας τον νάνο να κομπιάζει.
«μπορείς να μιλάς με τα ζώα ?» ρώτησε αυθόρμητα διατηρώντας το βλέμμα του.
«εεε… ναι…» αποκρίθηκε αν και δεν ήταν μια ερώτηση που περίμενε.
«μπορείς να μου μάθεις?» ξαναρώτησε με το ίδιο βλέμμα στο οποίο υπήρχε και η ελπίδα μαζί. Ένα χαμόγελο χαράχτηκε στο πρόσωπο του Βής.
«Καλά από όλα αυτά, αυτό σε παραξένεψε ?» τότε ο Σκόρος κατάλαβε ότι ήταν εκτός θέματος και άλλαξε την στάση του.
«συγνώμη ,απλός είναι κάτι νέο για εμένα αυτό , έχω διαβάσει τόσες περιπέτειες ,αλλά σε καμία δεν υπήρχε κάτι τέτοιο, ούτε καν στο Τσαμπουκάς και Γκασμάς , τέλος πάντων στο θέμα μας. Πιστεύω ότι ο Μάθιου μπορεί να μας βοηθήσει να βρούμε την Άυλα…»
«Εκείνη θα μας βρει .» ακούστηκε ανατριχιαστική η φωνή του δαίμονα που είχε σιωπήσει για όλο αυτό το διάστημα. Οι θνητοί δεν μίλησαν, ο Βής ένιωσε ένα τράνταγμα από φόβο , ο Σκόρος ίδρωνε στην ιδέα ότι ήταν στόχος για έναν δαίμονα τόσο δυνατό όσο και Μάθιου, και η Μίνα εξέπνευσε τρεμουλιαστά σπάζοντας την σιωπή.
«Άρα εμείς τι κάνουμε ?» ρώτησε ο Σκόρος
«Ετοιμαζόμαστε να τον νικήσουμε» δήλωσε ενθαρρυντικά ο Μάθιου, «πρέπει να πείσετε αυτήν την ιέρεια να σας ακολουθήσει…» ο Σκόρος πήγε να τον διακόψει αλλά ο Δαίμονας συνέχυσε.
« Δεν μπορείτε να δείτε αυτό που βλέπω εγώ, η ψυχή μου είναι βουτηγμένη στο σκότος και μπορώ να διακρίνω την διαφορά μου με την Μίνα, η ψυχή της λάμπει σαν τον Ήλιο, η παρουσία της θα είναι ευλογία για εσάς , θα κλείσει τις πληγές σας και θα θεραπεύσει τις ψυχές σας από τα βάσανα τους, ακόμα όμως βλέπω πως δεν περάσει την δοκιμασία της πίστης ώστε να γίνει μια υψηλόβαθμη κληρικός , μαζί μας θα έχει αυτήν την ευκαιρία.»
«Αρκεί να δεχτεί βέβαια…»μουρμούρισε ο Σκόρος κάτω από τα γένια του.
«θα δεχτεί !» είπε ο Μάθιου απλά.
«Από αύριο θα πρέπει να μαζέψουμε τα κομμάτια μας, ο Μάγος θα πρέπει να ξαναβρεί το κουράγιο του, και να κάνουμε αυτόν τον νάνο πολεμιστή.»
«Μα είμαι !» είπε ο Σκόρος με καμάρι, αλλά μετά σκέφτηκε πως μάλλον είχε μια διαφορά το όνειρο του με την πραγματικότητα, καθώς οι εχθροί σε μια μάχη δεν ήταν σαν τις πέτρες που θρυμμάτιζε στο λατομείο για πλάκα.
O Σκόρος ανέφερε τον φίλο του τον Τόμπο που θα τους έβρισκε εκεί όσο πιο σύντομα μπορούσε και τους διαβεβαίωσε για την αξιοπιστία του, δεν υπήρξε καμία ανησυχία και έτσι αποσύρθηκαν για να ξεκουραστούν.
Ο Βής αποφάσισε να πάει στο πάνω μέρος του φάρου ώστε να κοιμηθεί ξανά κάτω από τα αστέρια , κάτι που το είχαν στερήσει στην φυλή του εδώ και τόσα χρόνια. Στην πραγματικότητα δεν θα κοιμόταν, ήταν ένα νυχτόβιο πλάσμα και η απαλότητα της νύχτας θα τον βοήθαγε να σκεφτεί πιο ήρεμα, ακόμα θα κράταγε σκοπιά, κάτι που ο –Πολεμιστής- είχε παραλείψει, δεν τον κατηγορούσε όμως , ήταν πολύ νέος ,και ενθουσιώδης, σίγουρα στο περίφημο – Τσαμπουκάς και Γκασμάς θα διάβαζε μόνο τα σημεία δράσης , σκέφτηκε ο Μάγος με έναν αγνό χαμόγελο.
Ο Σκόρος προσπάθησε να βγάλει τα θηκάρια από πάνω του, αλλά η αγκράφα δεν άνοιγε ,η ζώνη έμοιαζε να είναι ενωμένη με το δέρμα του , ήταν χαλαρή ώστε να περνάνε τα ρούχα του ,αλλά όταν προσπαθούσε να την χαμηλώσει στένευε.
«Να υποθέσω πως δεν θα κοπεί αυτή η βλακεία ε ?» γκρίνιαξε στον Μάθιου.
«Δεν μπορείς να τα αποχωριστείς όσο είσαι ζωντανός, είναι μέρος της κατάρας.» απάντησε μέσα από το κεφάλι του ο Μάθιου.
«Μα κοιμάμαι σαν νεκρός, κάνεις δεν θα το καταλάβει αν τα βγάλω.»
«Μα αφού δεν γίνεται!»
«Ποοοο ! Και πως δηλαδή μου πήρε το ένα ξίφος ο Βής πιο πριν? »
«δεν ξέρω!» είπε ο δαίμονας θυμωμένος
«και πως θα κοιμηθώ με ένα σπαθί στο κάθε πλάι ?»
«Μπρούμυτα !» ανακοίνωσε βαριεστημένα ο Μάθιου.
«Αποκλείεται να με πάρει ο ύπνος έτσι.» είπε στραβώνοντας την μούρη και κοπανώντας τα άχυρα ώστε να στρώσουν καλύτερα. Ξάπλωσε με την μούρη του ακόμα ξινισμένη.
«καταραμένες κατάρες!» μουρμούρισε, έβαλε τα χέρια του πάνω στην
-γοητευτική- κοιλίτσα των νάνων και το κεφάλι έπεσε αμέσως πίσω με το στόμα μισάνοιχτο και το ροχαλητό να βγαίνει ανελέητο.
«Μας έκανε και τον δύσκολο !» σκέφτηκε ο Μάθιου.
«Ευτυχώς που δεν τον παντρεύτηκε εκείνη η νανίτσα» σκέφτηκε ο Βής όταν τον άκουσε από την ταράτσα του φάρου 10 μέτρα πιο ψηλά.


Ο Σκόρος είχε ένα περίεργο όνειρο στον ύπνο του είδε μια γυναίκα που δεν μπορούσε να προσδιορίσει την φυλή που κατάγονταν , τα μαλλιά της είχαν μια ελαφριά μυρωδιά από μπύρα, και μάλιστα η μυρωδιά έμοιαζε με μία από τις κόκκινες μπύρες που λάτρευε ο Σκόρος. Τα μαλλιά της είχαν μια πορφυρή απόχρωση και το σώμα της ήταν σχετικά κοντό, αλλά πιο ψηλό από τον Σκόρο ,αλλά ήταν αυτό που θα έλεγε ένας νάνος -πετσί και κόκαλο- και αυτό που θα έλεγε ένας άνθρωπος –γεμάτη- . Τα μαλλιά της ήταν σγουρά και μακριά που πλαισίωναν υπέροχα το μακρόστενο πρόσωπο της με τα καλοσχηματισμένα χείλια και τα καταπράσινα μάτια.
Και μάλιστα η γυναίκα αυτή ήταν μέσα στο φάρο οπού ήταν ο Σκόρος.
Ήταν μέρα και ο Νάνος μπορούσε να την δει καθαρά από το φώς που έμπαινε μέσα από τα παράθυρα. Ο Σκόρος την κοίταγε με θαυμασμό, βασικά την κοίταγε σαν χάνος ,πότε στα μάτια και πότε στο βαθύ ντεκολτέ του απλού φορέματός της. Η γυναίκα τον πλησίασε πολύ κοντά στο πρόσωπο λες και θα τον φυλούσε , ο Σκόρος μύρισε την ευωδία που ανάδυαν τα μαλλιά της ,αντιμετωπίζοντας την έντονη ματιά της και το πλατύ χαμόγελο της που έμοιαζε να διασκεδάζει με τον πλέον κατακόκκινο νάνο που προσπαθούσε να ισιώσει τα μαλλιά του με δήθεν αδιάφορες κινήσεις. Η γυναίκα έσπασε την σιωπή με την απαλή φωνή της.
«Ξέρεις γιατί ήρθα εδώ έτσι ?» και το βλέμμα της έδειχνε να μην είναι και τόσο αθώο. Ο Σκόρος αντί να απαντήσει έγινε ένα μπατζάρι με γένια.
«αφού εσύ με κάλεσες , γιατί ντρέπεσαι ?» του είπε και άρχισε να ξεκουμπώνει το φόρεμα της .
«Έλα πιες , το αξίζεις» και πριν καταλάβει τι έγινε το κεφάλι του ήταν ανάμεσα από τα στήθια της και μπύρα έτρεχε στο λαιμό του.
«Μα την Μπύρα!» σκέφτηκε «είναι η θεά Μπύρα η ίδια και πίνω από το σώμα της όπως έλεγε ο μύθος, και…» ο Σκόρος τραβήχτηκε και κοίταξε αναστατωμένος την θεά Μπύρα .
«Μα γιατί όμως να σε καλέσω εγώ ?»
«Γιατί δεν είχα ξανανιώσει τέτοιο μένος ποτέ μου…» του απάντησε κρύβοντας ντροπαλά τα στήθη της .
« Μα υποτίθεται πως η χαρά θα σε καλούσε ...»
« Δεν έχει μόνο καλά το ποτό αγαπημένε μου…» του απάντησε ναζιάρικα καθώς προσπάθησε να τον ξαναπιάσει , αλλά το χέρι της άγγιξε την λαβή του ξίφους του και αμέσως τραβήχτηκε με μια διαπεραστική τσιρίδα σαν να την ζεμάτισε το μέταλλο , και τότε ο Σκόρος άνοιξε στα αλήθεια τα μάτια του για να δει την Μίνα από πάνω του με το ένα χέρι να κρατάει το άλλο σαν να την πονούσε. Είχε ξημερώσει και θα πρέπει να ήταν αργά το πρωί . Η Μίνα είχε ένα αναστατωμένο ύφος που έμοιαζε με φόβο και έγνοια μαζί.
«Α….» άρχισε να λέει εντελή μετά από μια μικρή σιωπή ,αλλά ο Σκόρος την διέκοψε.
«Σσσσσς! Υπάρχουν και άλλοι εδώ, φώναζε με, με το μικρό μου.»
«Σκοράκο !» κατέληξε χρόνια είχε να το ακούσει αυτό το προσφώνημα που μόνο αυτή η κοπελίτσα από τα παιδικά του χρόνια τον φώναζε έτσι.
Και τότε η Μίνα άρχισε να μιλάει με έναν απίστευτο ρυθμό τρόμου που δύσκολα θα την καταλάβαινε κανείς.
«Χθες ένιωσα την ψυχή σου να τυλίγετε από κάτι σκοτεινό, πολύ σκοτεινό και έτρεξα να σε βοηθήσω ,» ανάσα «αν και δεν ξέρω πώς θα το έκανα αυτό, αλλά τρόμαξα πολύ και μετά μπήκα στο δάσος σαν την παλαβή και όταν κατάλαβα ό, τι δεν βλέπω την μύτη μου « ανάσα » τρόμαξα πιο πολύ και μετά όλο και πλησίαζα στην πηγή του κακού και μετά» ανάσα « έτρεμα από τον φόβο και μετά είδα δύο δαίμονες και μετά ξύπνησα εδώ και τώρα νιώθω το κακό από αυτά τα σπαθιά»
Ο Σκόρος είχε ξυπνήσει στο πλάι και τόσην ώρα δεν είχε κουνηθεί και χάιδευε αδιάφορα το σπαθί στο δεξί του πλευρό.
«Α ναι, είναι επειδή είναι δαιμονικά βλέπεις και δεν μπορώ να τα αποχωριστώ και όταν τα κρατάω γίνομαι και εγώ κάτι σαν δαίμονας και ο άλλος δαίμονας που είδες ήταν ο Βής το σκοτεινό ξωτικό που…»
Αλλά ο νάνος μιλούσε στο κενό. Η Μίνα είχε αρχίσει να τρέχει.
«Δαίμονες και σκοτεινά ξωτικά! Μόνο ο αρχιερέας μπορεί να μας βοηθήσεις.» φώναζε οι Μίνα καθώς έτρεχε.
«Σκατά!» αναφώνησε ο Σκόρος, ο αρχιερέας το θα τους έκαιγε ζωντανούς για να εξαγνίσει τα πνεύματα τους και ένας θεός ξέρει τι θα έκανε μετά για τα ξωτικά της νύχτας. Πετάχτηκε από το στρώμα του για να σωριαστεί στο έδαφος καθώς το πόδι του είχε μουδιάσει , επειδή είχε κοιμηθεί στο πλάι με το σπαθί να πιέζει τον μηρό του. Οι θεοί θα έπαθαν φαγούρα από τις βλαστήμιες που κατέβαζε ο νάνος.
«Βησσαρίωνα!!!» ούρλιαζε ο Σκόρος ενώ έκανε κουτσό και προσπαθούσε να κινηθεί όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Ο μάγος κατέβηκε αναστατωμένος και κοίταξε τον νάνο που χοροπηδούσε στο ένα πόδι με τα γένια και τα μαλλιά του να στροβιλίζονται και να μπλέκονται χαρούμενα στο κεφάλι του Σκόρου. Ο Νάνος μέσα στην φούρια του πάτησε με δυο μεγάλα πηδηματάκια και τα δύο πόδια του ξωτικού και οι θεοί ξανάνιωσαν φαγούρα για δεύτερη φορά εκείνο το πρωί.
«Γρήγορα! πιάσε την Μίνα, πάει στον Αρχιερέα την βάψαμε!... Δεν ξέρει…» είπε ο Σκόρος δείχνοντας προς την πόλη και ο Βής είχε ήδη βάλει φτερά στα πόδια του.
Όταν ο Σκόρος έχασε τον Βής από τα μάτια του άρχισε να πατάει και το άλλο του πόδι και άρχισαν οι δυσάρεστοι πόνοι από το μούδιασμα, αλλά σε λίγο είχαν περάσει και έτσι γύρισε πίσω στον φάρο περιμένοντας τους άλλους δύο να γυρίσουν. Η ώρα πέρασε και κανείς δεν φάνηκε. Ο Σκόρος απογοητεύτηκε, μάλλον ο μάγος δεν την βρήκε και την κοπάνησε για να μην αποκαλυφτεί η φυλή του, κρίμα σκέφτηκε ο Σκόρος γιατί ήθελε πραγματικά να τον βοηθήσει και στο κάτω κάτω δεν είχε ξαναδεί μάγο , ποσά θαυμαστά πράγματα θα μπορούσε να δει κοντά του... Ωστόσο αν έμενε θα τον άρπαζαν τα ξωτικά του Αρχιερέα που θα έπρεπε μάλλον να σκοτώσει κάποια από αυτά για την γλυτώσει και δεν ήθελε κάτι τέτοιο, φορτώθηκε τα πράγματα του , κρέμασε το σφυρί που του χάρισε ο Τόμπο στην πλάτη του ,με την αταίριαστη ξύλινη λαβή να εξέχει λίγο πάνω από τον ώμο του. Έκανε ένα βήμα έξω από τον φάρο και αμέσως άκουσε μια γυναικεία κραυγή, κατσούφιασε.
«Ανάθεμα!» γρύλισε, πάντα ήθελε να βοηθήσει μια γυναίκα που ουρλιάζει στο δάσος , στο Τσαμπουκάς και Γκασμάς ο βασιλιάς Όρν το έκανε τρεις φόρες σε κάθε κεφάλαιο και φαινόταν και πολύ ήρωας και η γυναίκες τον ερωτεύονταν στο τέλος, αλλά τώρα άμα καθυστερούσε κι άλλο και τον έπιαναν τα ξωτικά στα χέρια τους θα τον έκαναν και πολύ ψητό στην εξαγνιστήρια πυρά τους. Ο Σκόρος έκανε να φύγει ,αλλά η κραυγή ξανακούστηκε, και δεν μίλησε μόνο το εφέ του ήρωα μέσα του, αλλά και η καλοσύνη του γιατί η κραυγή ακούστηκε μανιασμένα μαζί με άλλες κραυγές που ήταν ψιλές ,σαν παιδικές.
«Έρχομαι!» φώναξε στο πουθενά ενώ ακολουθούσε τις φωνές μπαίνοντας μέσα στο δάσος.
Παρατήρησε πως οι φωνές τον τραβούσαν προς την πόλη. Όταν έφτασε στο σημείο που γινόταν το συμβάν ανακάλυψε πως μια περίπολος των ξωτικών πολεμούσε μια ομάδα από δύσμοιρα γκόμπλιν που πλέον είχαν αρχίσει να σκορπίζουν άτακτα καθώς τα μισά γκόμπλιν ήταν ή νεκρά ή λιπόθυμα.
«Ωραία Γκόμπλιν και ξωτικά, κανέναν από τους δύο δεν χωνεύω, πάω να την κάνω !!!» σκέφτηκε ο Σκόρος και έκανε να φύγει ,αλλά ξανάκουσε τις ψιλές κραυγές και απόρησε από πού να προέρχονται και κοίταξε ξανά. Η ομάδα των γκόμπλιν είχε μαζί του και ένα γκόμπλιν το οποίο ήταν μάλλον θηλυκό, όντας πιο μικροκαμωμένο, και είχε μαζί του τέσσερα μωρά γκόμπλιν που κρύβονταν πίσω από την μητέρα του και έκλαιγαν, χαριτωμένα ήταν.
«χαριτωμένα ?» σκέφτηκε ο Σκόρος που δεν είχε ξαναδεί μωρό γκόμπλιν, αλλά ούτε νόμιζε ποτέ του ότι θα χάριζε τέτοιο σχόλιο σε γκόμπλιν.
«Όλο και κάτι νέο αυτές της μέρες» σκέφτηκε εύθυμα έτοιμος να φύγει.
Τότε τα ξωτικά πλησίασαν την μητέρα που είχε κοκαλώσει από τον φόβο της, ανίκανη να τρέξει με τέσσερα παιδιά στα χέρια και ανίκανη να τα αφήσει πίσω. Ο φρουρός σήκωσε το ξίφος του να τα σφαγιάσει. Η μητέρα έβγαλε μια τελευταία άγρια κραυγή και έδειξε ότι θα πέθαινε για τα παιδιά της, ο φρουρός εντυπωσιάστηκε για μια στιγμή, αλλά βλέποντας πως δεν υπήρχε κάτι παραπάνω στο θέαμα κατέβασε το ξίφος του. Ατσάλι χτύπησε ατσάλι. Ο φρουρός είδε ένα ξίφος να μπλοκάρει το δικό του, ακολούθησε με το βλέμμα του το ξίφος που κατέληγε σε ένα χέρι καλυμμένο από κάτι σαν μια κοκάλινη πανοπλία που μπλέκονταν σαν κλαριά και έβγαιναν από την σάρκα. Είδε επίσης την μητέρα γκόμπλιν να κρατά τα παιδιά της στα χέρια και να του χαμογελάει πονηρά, να του σκάει ένα κολοδάχτυλο και αμέσως να βάζει την ουρά στα σκέλια. Τελευταία είδε δύο πύρινα μάτια και αμέσως ένιωσε μια μεγαλόπρεπη σφαλιάρα στο μάγουλο του που ακούστηκε μέχρι το Μπίρβιλ, έτριξαν οι σήραγγες στο Ντάρκεντ και τα γκόμπλιν έγραψαν το τραγούδι της σφαλιάρας , που έγινε και το πολεμικό τους εμβατήριο ωστόσο ο φρουρός απλώς δεν μπορούσε να μασήσει για έναν μήνα.

O Σκόρος ένιωθε τον φόβο των φρουρών τόσο καθαρά όσο μπορούσε να νιώσει την ανίερη δύναμη να ρέει μέσα του. Οι Στρατιώτες ,όλοι τους ξωτικά, συσπειρώθηκαν και κρύφτηκαν πίσω από τις ασπίδες τους με τα μάτια τους να κοιτάνε εχθρικά. Μια φωνή που άνηκε στον Αρχιερέα του Λέα, ένα ξωτικό με άσπρα μαλλιά, ντυμένο σε λευκούς χιτώνες με ένα πρόσωπο νεανικό ,όπου η σκληρή έκφραση των πράσινων ματιών του , αποκάλυπτε πως είχε ζήσει πολύ πιο παραπάνω από ότι φαινόταν.
«Εσύ θα πρέπει να είσαι ο Σκόρος , ο δαιμονισμένος νάνος, ερχόμασταν να σε βρούμε, αλλά μας βρήκες εσύ ενώ απελάσαμε τα γκόμπλιν από την άθλια ζωή τους » από τον όγκο των φρουρών ακούστηκαν φωνές που συμφωνούσαν.
«Άμα έχει ακόμα ένα ίχνος λογικής μέσα σου καλύτερα να παραδοθείς.» το ξωτικό δεν είπε τίποτα άλλο , έκανε μια κίνηση δείχνοντας ένα σημείο οπού οι φρουροί άνοιξαν για να αποκαλύψουν έναν μεσήλικα νάνο με άσπρα γένια και την γυναίκα του , μια εξίσου μεγάλη σε ηλικία νανίτσα και ένα πιτσιρίκι νάνο που μάλλον δεν μιλούσε ακόμα και είχε δυο μικρές τούφες από την κάθε μεριά του σαγονιού του δεμένα σε πλεξούδα.
Ο Σκόρος τους παρατήρησε , είχαν ασπρίσει πλέον και οι δύο του γονείς τα δέκα χρόνια που έλειπε από το σπίτι του, τότε που ξεκίνησε με τον Τόμπο να μάθουν μια τέχνη και να ζήσουν από αυτήν. Όσο για τον μικρό σίγουρα θα ήταν το τελευταίος του αδερφός, ο πατέρας του δεν λέγονταν τυχαία Βύρων Ο Πολύκαρπος και εξάλλου αναγνώρισε τα κόκκινα μαλλιά του πατέρα του και τα μαύρα μάτια της μητέρας του σε αυτόν τον πιτσιρικά που ήταν πεισμωμένος, με τα χέρια σταυρωμένα , που τον διέκοψαν από το παιχνίδι του.
Λοιπόν, σκέφτηκε τον έχουν παγιδεύσει, έβαλε τα σπαθιά στις θήκες και σκέφτηκε πως θα τα έκανε όλα γυαλιά καρφιά όταν δεν θα απειλούταν η οικογένεια του. Ο αρχιερέας που άκουγε στο όνομα Λάκας χαμογέλασε στραβά και με ευχαρίστηση όταν είδε πως δάμασε τον δαίμονα.
«πέταξε τα δαιμονικά σπαθιά σου στο έδαφος» πρόσταξε το ξωτικό.
«Δεν μπορώ να τα αποχωριστώ, έχουν γίνει ένα με εμένα» απάντησε
«Και αν στα πάρουμε με την βία τι θα γίνει ?» ρώτησε το ξωτικό
«Ποιος ξέρει ?»απάντησε ανάλαφρα ο Σκόρος με το πιο πονηρό του χαμόγελο. Ακούστηκαν πανοπλίες να κροταλίζουν, ο αρχιερέας ήταν ένας άνδρας του φωτός και της καλοσύνης δεν θα βιαιοπραγούσε ποτέ, είχε τους στρατιώτες του για αυτές τις βρωμοδουλειές, οι ο ποίοι δεν φαίνονταν πρόθυμοι. Ο αρχιερέας αναγκάστηκε να δεχτεί τον Σκόρο στον ναό του οπλισμένο , ήταν η σειρά του Σκόρου να χαμογελάσει στραβά, αλλά δεν ήξερε τι τον περίμενε.

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου